- συμφωνικός
- -ή, -ό / συμφωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνίανεοελλ.1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα»)2. φρ. α) «συμφωνική μουσική»μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που προορίζεται για ή εκτελείται από ένα πολυάριθμο οργανικό σύνολοβ) «συμφωνικό ποίημα» — μουσική σύνθεση για ορχήστρα, εμπνευσμένη από μία εξωμουσική ιδέα ή ιστορία ή εξωμουσικό πρόγραμμα που ο τίτλος αναφέρεται ή υποδηλώνειγ) «συμφωνική ορχήστρα»μουσ. ορχήστρα με τέσσερα βασικά τμήματα αποτελούμενα από τα ξύλινα πνευστά, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα, από τα χάλκινα πνευστά, δηλαδή τα κόρνα και τις τρομπέτες, από τα κρουστά, κυρίως από δύο τύμπανα, και από τα έγχορδα, δηλαδή τα πρώτα και δεύτερα βιολιά, τις βιόλες, τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.