συμφωνικός

συμφωνικός
-ή, -ό / συμφωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία
νεοελλ.
1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα»)
2. φρ. α) «συμφωνική μουσική»
μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που προορίζεται για ή εκτελείται από ένα πολυάριθμο οργανικό σύνολο
β) «συμφωνικό ποίημα» — μουσική σύνθεση για ορχήστρα, εμπνευσμένη από μία εξωμουσική ιδέα ή ιστορία ή εξωμουσικό πρόγραμμα που ο τίτλος αναφέρεται ή υποδηλώνει
γ) «συμφωνική ορχήστρα»
μουσ. ορχήστρα με τέσσερα βασικά τμήματα αποτελούμενα από τα ξύλινα πνευστά, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα, από τα χάλκινα πνευστά, δηλαδή τα κόρνα και τις τρομπέτες, από τα κρουστά, κυρίως από δύο τύμπανα, και από τα έγχορδα, δηλαδή τα πρώτα και δεύτερα βιολιά, τις βιόλες, τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοφωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμφωνικός — ή, ό 1. (γραμμ.), αυτός που αναφέρεται στα σύμφωνα: Τα συμφωνικά συμπλέγματα μπ, ντ, γκ, όταν είναι ρινικά, χωρίζονται στο συλλαβισμό. 2. (μουσ.), αυτός που αναφέρεται στη μουσική συμφωνία: Τη συμφωνική ορχήστρα θα τη διευθύνει ο γνωστός μαέστρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνιακός — ή, όν, Α [συμφωνία] 1. συμφωνικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή ποικιλία τού φυτού υοσκύαμος …   Dictionary of Greek

  • Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”